Αὔραις

Αὔραις
Αὔρης
masc dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αὔραις — αὔρα breeze fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • METAGENES Comicus — ut videtur, Poeta, quem laudat auctor Scholiorum in Aristophanis Aves εν αὔραις. p. 582. D. Iterum p. 602. F. εν Ο῾μήρῳ …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εύθερος — εὔθερος, ον (Α) (για τόπο) ο καλός, ο ευχάριστος για το καλοκαίρι («χωρίον... αὔραις διαπνεόμενον, εὔθερον, ἐλεύθερον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θέρος] …   Dictionary of Greek

  • εύκηλος — (I) εὔκηλος, ον, θηλ. και εὐκήλη, δωρ. τ. εὔκαλος, ον (Α) 1. απαλλαγμένος από φροντίδες, αμέριμνος, ατάραχος, ήσυχος («εὔκηλοι πολέμιζον», Ομ. Ιλ.) 2. (για πράγματα) ήσυχος, ήρεμος («αὔραις εὐκήλοισιν», Οππ.). επίρρ... εὐκήλως (Α) ήσυχα. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”